- οιοπολώ
- οἰοπολῶ, -έω (Α) [οιοπόλος (Ι)](ποιητ. τ.)1. (για ποιμένα) περιπλανώμαι στα βουνά, ζω μόνος μου («ὦ φίλε Βάκχεῑε, ποῑ οἰοπολῶν ξανθὰν χαίταν σείεις», Ευρ.)2. περπατώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰοπόλῳ — οἰοπόλος lonely masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)